Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ψάχνω να βρώ

  • 1 искать

    искать
    несов
    1. ἐρευνῶ, ψάχνω, γυρεύω, ἀναζητῶ:
    \искать повсюду γυρεύω παντού·
    2. (стараться получить) ψάχνω νά βρω, ἀναζητώ, ζητῶ νά βρῶ:
    \искать работу ψάχνω νά βρῶ δουλειά· \искать помощи ζητώ νά βρω βοήθεια· \искать повода ψάχνω νά βρω πρόφαση· \искать случая ψάχνω νά βρῶ εὐκαιρία· ◊ \искать глазами ψάχνω μέ τό βλέμμα.

    Русско-новогреческий словарь > искать

  • 2 изыскивать

    изыскивать
    несоз. ἀναζητῶ, ψάχνω νά βρῶ:
    \изыскивать средства ψάχνω νά βρῶ μέσα.

    Русско-новогреческий словарь > изыскивать

  • 3 приглядеть

    ρ,σ.
    1. επιβλέπω, επιτηρώ, εποπτεύω.
    2. μ. ερευνώ, ψάχνω να βρω•

    приглядеть себе работу ψάχνω να βρω δουλειά αρεστή.

    1. παρατηρώ προσεχτικά. || εξετάζω, μελετώ προσεχτικά.
    2. συνηθίζω, εξοικειούμαι• προσαρμόζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > приглядеть

  • 4 искать

    ищу, ищешь, μτχ. ενστ. ищущий, επίρ. μτχ. ища ρ.δ.
    1. ερευνώ, γυρεύω, ψάχνω, αναζητώ, αναγυρεύω•

    искать книгу γυρεύω το βιβλίο•

    искать работу ψάχνω (να βρω) δουλειά• искать кого-н. глазами ψάχνω να δω κάποιον•

    искать место ψάχνω θέση•

    в нем все ищут τον αναζητούν όλοι.

    || ενάγω, μηνύω, εγκαλώ.
    2. προσπαθώ, επιδιώκω, επιζητώ. || καταζητώ (για σύλληψη)•
    3. γαλιφίζω, κολακεύω, γλύφω, καλοπιάνω.
    εκφρ.
    искать чьей рукиπαλ. ζητώ το χέρι κάποιας (τη συγκατάθεση για γάμο).
    ερευνούμαι• αναζητούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > искать

  • 5 щупать

    ρ.δ.μ. ψηλαφώ, ψαύω, άπτομαι, μαλάζω• ψάχνω• πασπατεύω•

    щупать пульс ψάχνω να βρω το σφυγμό•

    щупать карманы ψάχνω τις τσέπες.

    εκφρ.
    щупать глазами или взором – εξετάζω προσεχτικά με το βλέμμα.

    Большой русско-греческий словарь > щупать

  • 6 выискать

    -ищу, -ищешь
    ρ.σ.μ.
    ψάχνω, εξετάζω, ερευνώ προσεχτικά•

    выискать ощибку в расчете ψάχνω να βρω το λάθος στο λογαριασμό" удобный случай καραδοκώ την κατάλληλη ευκαιρία,

    βρίσκομαι, εξευρίσκομαι•

    для опасного дела -лись много добровольцев για επικίνδυνη υπόθεση βρέθηκαν πολλοί εθελοντές.

    Большой русско-греческий словарь > выискать

  • 7 изыскать

    -ыщу, -ыщешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изысканный, βρ: -кан, -а, -о
    ρ.σ.μ. αναζητώ, ερευνώ, ψάχνω να βρων•

    изыскать средства ψάχνω να βρω μέσα.

    || καιροφυλακτώ• καραδοκώ.
    ανερευνώμαι, αναζητιέμαι•

    -лись новые источники доходов αναζητήθηκαν καινούριες πηγές εσόδων.

    Большой русско-греческий словарь > изыскать

  • 8 отыскать

    отыщу, отыщешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отысканный, βρ: -отыскатькан
    -а, -о
    ρ.σ.μ.
    βρίσκω αναζητώντας• ψάχνω, ερευνώ, αναζητώ•

    потерянные вещи ψάχνω να βρω τα χαμένα πράγματα•

    отыскать виновников преступления αναζητώ τους ένοχους του εγκλήματος•

    я -ал мой ко-шелок ψάχνοντας βρήκα το πορτοφόλι μου.

    βρίσκομαι•

    украденные вещи -лись τα κλεμμένα πράγματα βρέθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > отыскать

  • 9 подыскивать

    под||ыскивать
    несов γυρεύω, ψάχνω νά βρῶ, προσπαθώ νά βρώ.

    Русско-новогреческий словарь > подыскивать

  • 10 присматривать

    присматривать
    несов
    1. (за кем-л., за чем-л.^ ἐπιβλέπω, ἐπιτηρώ, προσέχω:
    \присматривать за детьми προσέχω τά παιδιά·
    2. (подыскивать) ψάχνω νά βρῶ, ζητώ, γυρεύω.

    Русско-новогреческий словарь > присматривать

  • 11 работа

    работ||а
    ас
    1. ἡ δουλειά, ἡ ἐργασία/ ἡ λειτουργία (механизма и т. п.):
    тяжелая \работа ἡ βαρειά δουλειά, ἡ βάναυσος ἐργασία· физическая \работа ἡ χειρωνακτική ἐργασία· у́мственная \работа ἡ διανοητική ἐργασία· общественная \работа ἡ κοινωνική ἐργασία· полевые \работаы δουλειά στά χωράφια· сельскохозяйственные \работаы οἱ γεωργικές ἐργασίες· фортификационные \работаы τά ὁχυρωματικά ἔργα· взяться за \работау ἀρχίζω τήν δουλειά·
    2. (служба) ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:
    временная \работа ἡ προσωρινή δουλειά· \работа по найму ἡ μισθωτή ἐργασία· поступить на \работау πιάνω δουλειά, μπαίνω στήν δουλειά, μπαίνω στήν ὑπηρεσία· снять с \работаы ἀπολύω ἀπ' τήν δουλειά· быть без \работаы εἶμαι ἄ(ν)εργος, εἶμαι χωρίς δουλειά· искать \работау ψάχνω νά βρῶ δουλειά·
    3. (произведение) τό ἔρ-γο[ν], ἡ ἐργασία:
    печатные \работаы τά δημοσιευμένα ἔργα· дипломная \работа ἡ πτυχιακή ἐργασία· машинной \работаы (δουλειά) τής μηχανής· ручная \работа ἡ χειροποίητη ἐργασία· тонкая \работа ἡ λεπτή ἐργασία· ◊ черная \работа ἡ χειρωνακτική δουλειά, ἡ χοντροδουλειά· взять в \работау кого-л. разг παίρνω στή δουλειά· уйти с головой в \работау ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος στή δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > работа

  • 12 разыскать

    разыскать
    сов, разыскивать несов ψάχνω νά βρῶ, γυρεύω, ἀναζητώ.

    Русско-новогреческий словарь > разыскать

  • 13 ветер

    -тра (-тру), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -ы, -ов, к. -ов α.
    άνεμος, αέρας•

    попутный ветер ούριος άνεμος•

    ветер поднялся σηκώθηκε αέρας•

    ветер улегся ο άνεμος κάλμαρε•

    порывистый ветер ορμητικός (σφοδρός) άνεμος.

    εκφρ.
    ветер в голове – αέρα έχει στο κεφάλι (είναι ελαφρόμυαλος)•
    ветер занес ή -ом занесло – ο αέρας τον έφερε (άγνωστον ποιος)•
    ветер свистит в карманах – οι τσέπες μου είναι πανί με πανί (άφραγκος, απένταρος)•
    бросать (ή кидать, швырять) деньги на ветер – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать слова на ветер ; говорить, болтать на ветер а- – ερολογώ•
    держать нос по -у – είμαι καιροσκόπος, πηγαίνω όπως φυσά ο αέρας, είμαι ανεμοδούρα•
    идти куда ветер дует – προσαρμόζομαι στις εκάστοτε περιστάσεις•
    ищи ή догоняй -а в поле – ψάχνω να βρω βελόνι στ’ άχυρα, πιάσε το λύκο να του πάρεις τα πέταλα, τρέχα -γύρευε•
    подбитый -ом – α) ενδυμασία ανεμοδι-απερνόμενη. β) ελαφρόμυαλος, φουρλαιδας.

    Большой русско-греческий словарь > ветер

  • 14 выщупать

    ρ.σ.μ. ψηλαφώ, πασπατεύω, ψάχνω να βρω με την αφή.

    Большой русско-греческий словарь > выщупать

  • 15 выщупывать

    ρ.δ.
    βλ. выщупать.
    ψηλαφώ, πασπατεύω, ψαύω, ψάχνω να βρω με την αφή.

    Большой русско-греческий словарь > выщупывать

  • 16 изучить

    -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изученный βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μαθαίνω•

    изучить русский язык μαθαίνω ρωσική γλώσσα•

    изучить электросварку μαθαίνω ηλεκτροκόλληση.

    || σπουδάζω, ερευνώ, μελετώ•

    изучить причины экономического кризиса ψάχνω να βρω τις αίτιες της οικονομικής κρίσης•

    изучить древнюю рукопись μελετώ αρχαίο χειρόγραφο•

    изучить обстановку μελετώ την κατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > изучить

  • 17 клад

    α.
    1. θησαυρός•

    искать клад ψάχνω να βρω θησαυρό.

    2. πολύ καλός, μάλαμα•

    это не работник, а просто клад αυτός είναι εργάτης-μάλαμα ή εύρημα.

    Большой русско-греческий словарь > клад

  • 18 нашарить

    ρ.σ.μ. ερευνώ, ψάχνω να βρω.

    Большой русско-греческий словарь > нашарить

  • 19 оправдание

    ουδ.
    1. δικαιολογία•

    искать себе -я ψάχνω να βρω δικαιολογίες.

    || απαλλαγή, αθώωση.
    2. δικαίωση•

    оправдание надежд δικαίωση των ελπίδων.

    3. αναπλήρωση, αντιστάθμιση,κάλυψη (εξόδων κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > оправдание

  • 20 подвести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. подвёл, -вела, -ло, παρλθ. χρ. подведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подведенный, βρ: -ден, -дена, -о
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρνω κοντά, πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω. || φτάνω, φέρω ως ενώνω.
    2. βάζω, θέτω, τοποθετώ κάτω απο. || χτίζω, φτιάχνω. || μτφ. ερευνώ, ψάχνω να βρω (επιχειρήματα κ.τ.τ.).
    μτφ. βάζω, υποτάσσω.
    3. φέρω σε δύσκολη θέση. || μτφ. περιάγω, φέρω, οδηγώ.
    4. κάνω, εκτελώ•

    подвести счёт κάνω λογαριασμό.

    5. βάφω, χρωματίζω ελαφρά• φτιασιδώνω, μακιγιάρω,
    6. (απράσ.) ξεπέφτω, αδυνατίζω,εξαντλούμαι.
    εκφρ.
    подвести часы – βάζω το ωρολόγι (φέρω τους δείχτες στην ακριβή ώρα)•
    живот (желудок) -ло – η κοιλιά ή το στομάχι διαμαρτύρεται (θέλω να φάω).
    -йсь βάφομαι, χρωματίζομαι ελαφρά φτιασιδώνομαι, μακιγιάρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подвести

См. также в других словарях:

  • ψάχνω — έψαξα, ψάχτηκα, ψαγμένος 1. ερευνώ για να βρω κάτι, γυρεύω, αναζητώ: Έψαξα όλα τα δωμάτια, μα δεν το βρήκα. 2. φρ., «Ψάχνω με το κερί», αναζητώ επίμονα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… …   Dictionary of Greek

  • ψηλαφώ — ψηλαφῶ, άω, ΝΜΑ 1. αγγίζω κάτι ελαφρά, με τις άκρες τών δαχτύλων μου 2. προσπαθώ να βρω κάτι ψάχνοντας με τα δάχτυλα 3. θωπεύω, χαϊδεύω 4. εξετάζω προσεχτικά αγγίζοντας με τα δάχτυλα μσν. ζητώ, ψάχνω να βρω αρχ. αποπειρώμαι, επιχειρώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αντιζητώ — ἀντιζητῶ ( έω) (Α) αναζητώ, ψάχνω να βρω αυτόν που με αναζητεί …   Dictionary of Greek

  • απαντώ — (AM ἀπαντῶ άω) [αντάω] 1. συναντώ 2. δίνω απάντηση, αποκρίνομαι αρχ. μσν. 1. αντιμετωπίζω, αποκρούω (σε μάχη) 2. αντιμετωπίζω, αντικρούω κάποιον (σε δικαστήριο) αρχ. 1. φθάνω σ έναν τόπο 2. παρουσιάζομαι ένοπλος, μετέχω σε συγκέντρωση οπλισμένων… …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • ερεβοδιφώ — ἐρεβοδιφῶ, άω (AM) αναζητώ κάτι στο σκοτάδι, ψάχνω να βρω κάτι ψηλαφώντας, ψηλαφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + διφώ «ερευνώ»] …   Dictionary of Greek

  • καταζητώ — (AM καταζητῶ, έω) νεοελλ. 1. (για αστυνομική ή δικαστική αρχή) αναζητώ επίμονα, καταδιώκω για σύλληψη ύποπτο ή ένοχο ο οποίος διαφεύγει 2. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) καταζητούμενος, η, ο αυτός που καταδιώκεται για να συλληφθεί μσν. 1. ερευνώ,… …   Dictionary of Greek

  • παντρολογώ — έω και άω 1. διαπραγματεύομαι τη σύναψη γάμου μεταξύ δύο προσώπων, προξενεύω 2. μέσ. παντρολογιούμαι και παντρολογιέμαι και παντρολογούμαι επιδιώκω να παντρευτώ, ψάχνω να βρω σύζυγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντρειά + λογώ*] …   Dictionary of Greek

  • ψωνίζομαι — ψωνίζομαι, ψωνίστηκα βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: ψωνίζομαι : με την ειδική έννοια → (για πόρνη κτλ.) ψάχνω να βρω πελάτη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καμαριέρης — ο θηλ. καμαριέρα (λ. ιταλ.), ο υπάλληλος ξενοδοχείου που έχει για έργο του την επιμέλεια των δωματίων: Ψάχνω να βρω τον καμαριέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»